- τεχνοκρατικός
- -ή, -ό, Ν [τεχνοκρατία]ο σχετικός με την τεχνοκρατία («τεχνοκρατική αντίληψη»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεχνοκρατικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τεχνοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)